- στερεομετρία
- ηκεφάλαιο της γεωμετρίας που εξετάζει τα σχήματα των στερεών σωμάτων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στερεομετρία — στερεομετρίᾱ , στερεομετρία measurement of solids fem nom/voc/acc dual στερεομετρίᾱ , στερεομετρία measurement of solids fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεομετρία — η, ΝΑ νεοελλ. κλάδος τής γεωμετρίας στον οποίο εξετάζονται οι γεωμετρικές ιδιότητες τών στερεών σωμάτων αρχ. η καταμέτρηση τών στερεών σωμάτων κατά μήκος, πλάτος και βάθος ή ύψος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + μετρία (< μέτρης < μέτρον)] … Dictionary of Greek
στερεομετρίας — στερεομετρίᾱς , στερεομετρία measurement of solids fem acc pl στερεομετρίᾱς , στερεομετρία measurement of solids fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεομετρίαν — στερεομετρίᾱν , στερεομετρία measurement of solids fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεομετρίαις — στερεομετρία measurement of solids fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεομετρικός — ή, ό / στερεομετρικός, ή, όν, ΝΑ [στερεομετρία.] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στερεομετρία νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η στερεομετρική (φωτογραμμ.) η τεχνική στερεοσκοπικής μέτρησης τών διαστάσεων τών σωμάτων … Dictionary of Greek
-μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
δενδρομετρική — η 1. η καταμέτρηση τών διαστάσεων δένδρων με δενδρόμετρο 2. κλάδος τής δασολογίας, δασική στερεομετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Ν. Χλωρό] … Dictionary of Greek
διάσταση — Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το μέγεθος, αναφορικά με το ύψος, το πλάτος και το μήκος. Επειδή η έννοια της δ. εμφανίζεται απλή και αυτονόητη, έως το 1910 δεν είχε δοθεί ένας αυστηρός ορισμός. Η εμπειρική προσέγγιση υπαγορεύει ότι… … Dictionary of Greek